οἰοχίτων — with only a tunic on masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιοχίτων — (I) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο χίτων)]. (II) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» +… … Dictionary of Greek
οἰοχίτωνα — οἰοχίτων with only a tunic on masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοχίτωνες — οἰοχίτων with only a tunic on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek